- μωροφιλόδοξος
- ihtiraslı enayi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μωροφιλόδοξος — η, ο ανόητος και συνάμα φιλόδοξος, που εκδηλώνει τη φιλοδοξία του με ανόητες ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + φιλόδοξος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
μωρ(ο)- — (ΑΜ μωρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μωρός, ά, όν καί προσδίδει στο δηλούμενο από το β συνθετικό τη σημ. «ανόητος, κουτός, άμυαλος» (πρβλ. μωρόσοφος, μωροπόνηρος, μωροφιλόδοξος). Παράλληλα προς αυτό το σύστημα τών λόγιων… … Dictionary of Greek
μωροφιλοδοξία — η ανόητη φιλοδοξία, φιλοδοξία που εκδηλώνεται με ανόητες ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωροφιλόδοξος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek